ψωλή
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
Dor. ψωλά, ἡ, prop. fem. of ψωλός, membrum virile praeputio retracto, Ar.Lys.143, Av.560 (anap.), Supp.Epigr.3.596 (Panticapaeum, v B. C.).
German (Pape)
[Seite 1405] ἡ, die aufgerichtete und entblößte männliche Ruthe, Ar. Lys. 143 Av. 563.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
gland de la verge décalotté (Ar. Lys. 143, Av. 560).
Étymologie: ψωλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψωλή -ῆς, ἡ, Dor. ψωλά [~ ψωλός] eikel (deel van penis).
Russian (Dvoretsky)
ψωλή: ἡ membrum virile Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ψωλή: ἡ, κυρίως θηλ. τοῦ ψωλός, τὸ ἀνδρικὸν μόριον ἐντεταμένον καὶ ἔχον τὴν βάλανον ἀποκεκαλλυμμένην, Ἀριστοφ. Λυσ. 143, Ὄρν. 560.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψωλά Α
το πέος σε στύση
νεοελλ.
(γενικά) το πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. ψωλός].