πάντιμος
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ον,
A all-honourable, νίκης π. γέρας S.El.687, cf. Orph.H. 14.5, etc.; π. ἱερεύς, of the Rom. pontifex maximus, D.S.38/9.17; τὸ π. ὕψος ὑμῶν (of the dux) PMasp.5.9 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 463] allehrend, sehr ehrenvoll; νίκης πάντιμον γέρας, Soph. El. 677; sp. D.; auch Luc. rh. praec. 1.
Greek (Liddell-Scott)
πάντῑμος: -ον, πάνυ ἔντιμος, πολύτιμος, νίκης παν. γέρας Σοφ. Ἠλ. 687, πρβλ. Ὀρφ. Ὕμν. 14, κτλ.