ἀναρίθμητος

From LSJ
Revision as of 10:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰρίθμητος Medium diacritics: ἀναρίθμητος Low diacritics: αναρίθμητος Capitals: ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: anaríthmētos Transliteration B: anarithmētos Transliteration C: anarithmitos Beta Code: a)nari/qmhtos

English (LSJ)

ον,

   A not to be counted, countless, Pi.O.7.25, Hdt.1.126, 7.190,211, al.; of time, immeasurable, S.Aj.646.    2 unregarded, E.Ion837, Hel.1679.

German (Pape)

[Seite 205] 1) unzählbar, unermeßlich, ἀμπλακίαι Pind. N. 7, 25; χρόνος Soph. Ai. 637; στρατιά Isocr. 4, 93; μυριάδες Plat. Theaet. 175 a;λεία Plut. Luc. 4. – 2) nicht gezählt, nicht geachtet, Eur. Ion. 837 Hel. 1695. – 3) akt., der nicht zählen kann?

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰρίθμητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀριθμήσῃ, «ἀλογάριαστος» Πινδ. Ο. 7. 45, Ἡρόδ. 1. 126., 7. 190, 211, καὶ ἀλλ. καὶ Ἀττ.: ἐπὶ χρόνου, ἀμέτρητος, πολύς, ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος Σοφ. Αἴ. 646. 2) ὁ μὴ ἐναρίθμιος, ὁ μὴ «λογαριαζόμενος», ἀσήμαντος, ἀναρίθμητον, ἐκ δούλης τινὸς γυναικὸς Εὐρ. Ἴων. 837, Ἑλ. 1679.