ἐξαριθμέω
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
A enumerate, count, τὸν στρατόν Hdt.7.59,60, etc.; reckon up, πᾶν τὸ λυποῦν Phld.Ir.p.25 W.:—Pass., μυριάδες ἐξηριθμήθησαν Hdt.4.87. II count out, ἐ. χρήματα pay in ready money, D.27.58. III recount, κινδύνους Isoc.4.66:—later in Med., τὰ κατὰ μέρος D.H.5.72, cf. D.C.44.48: pf. Pass. in med. sense, Plb.9.2.1:—Pass., Arist.Rh.1410b2.
German (Pape)
[Seite 872] aus-, herzählen, herrechnen; στρατόν, zählen, Her. 7, 59. 60. 81 u. sonst; τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν, wurden durch das Zählen herausgebracht, 4, 87; ναῦς Plat. Rep. VII, 522 d; κινδύνους Isocr. 4, 66; τὰ χρήματα ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem. 27, 58, baar auszahlen am Wechslertisch, vgl. 52, 7; Sp., wie Pol. 1, 13, 6, auch im med.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰριθμέω: ἀριθμῶ ἀκριβῶς, ἀριθμῶ ὅλον τὸ ποσὸν μετ’ ἀκριβείας, Λατ. enumerare, τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 7. 59, 60, κ. ἀλλ., Πλάτ. Πολ. 522D, Ἰσοκρ. 319C. - Παθ., τούτων μυριάδες ἐξηριθμήθησαν... ἑβδομήκοντα σὺν ἱππεῦσι, κτλ., Ἡρόδ. 4. 87. ΙΙ. ἐπὶ χρημάτων, καταβάλλω, πληρώνω τοῖς μετρητοῖς, Λατ. numeratim solvere, Θεογένης γὰρ ὁ Προβαλίσιος... ἐν τῇ ἀγορᾷ ταῦτα τὰ χρήματ’ ἐξηρίθμησε Δημ. 832. 4. ΙΙΙ. ἀπαριθμῶ, τὸ μὲν ἐξαριθμεῖσθαι κατὰ μέρος ὑπὲρ τῶν προειρημένων πράξεων, οὐδὲν ἀναγκαῖον Πολύβ. 1. 13, 6· μετὰ μέσ. σημ., τὰς ἰδίας ἀρετὰς ἐξαριθμούμενοι Διον. Ἁλ. 5. 72· μετὰ πρκμ. παθ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Πολύβ. 9. 2, 1. - Παθ., αἱ δὲ ἀρχαὶ τῶν περιόδων... ἐξηρίθμηνται Ἀριστ. Ρητ. 3. 9. 9.