προσδοκία

From LSJ
Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδοκία Medium diacritics: προσδοκία Low diacritics: προσδοκία Capitals: ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ
Transliteration A: prosdokía Transliteration B: prosdokia Transliteration C: prosdokia Beta Code: prosdoki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A looking for, expectation, whether in hope or fear, but more commonly fear,    1 c. gen., μέλλοντος κακοῦ, δεινῶν, Pl.La.198b, Ti.70c; π. τοῦ μέλλοντος Arist.PA669a21; τὸν φόβον ὁρίζονται π. κακοῦ Id.EN1115a9: in good sense, π. ἀγαθῶν ἐμβάλλειν X.Cyr.1.6.19 (pl.); τῆς ἀσφαλείας ἔχειν π. D.18.281; π. μεγάλην ἔχειν ὡς εὖ ἐροῦντος ἐμοῦ Pl.Smp.194a; τὰς τῶν ἔργων προσδοκίας ἀπαιτεῖν τινα, i.e. the fulfilment of the expectations raised, Aeschin.2.178.    2 abs., τῶν ὑποκειμένων π. καὶ τῶν ἐλπίδων D.19.24; αἱ ἔσχαται π. D.S.20.78.    3 folld. by a conjunction, προσδοκία οὐδεμία (sc. ἦν) μὴ ἐπιπλεύσειαν Th.2.93; π. οὔσης μή τι νεωτερίσωσιν Id.5.14; προσδοκίαν παρέχειν ὡς . . Id.7.12; π. ἐμποιεῖν ὡς . . Isoc.8.6.    4 with Preps., πρὸς προσδοκίαν according to expectation, Th.6.63; κατὰ τὴν π. Pl.Sph.264b; opp. παρὰ προσδοκίαν, which is used of a kind of joke freq. in Com., e.g. ἔχειν ὑπὸ ποσσὶ—χίμεθλα (where πέδιλα was expected), Demetr.Eloc.152, Hermog.Meth.34, Tib. Fig.16: generally, τὸ παρὰ π. ἐξαπίναιον Phld.Herc.1251.19.

German (Pape)

[Seite 756] ἡ, Erwartung, Vermuthung, Hoffnung od. Furcht; κακοῦ, Plat. Prot. 358 d, wie δέος erkl. wird προσδοκία μέλλοντος κακοῦ, Lach. 198 b; κατὰ τὴν προσδοκίαν, ἣν ἐφοβήθημεν, Soph. 264 b; δεινῶν, Tim. 70 c; προσδοκίας ἔχειν, Conv. 194 a; αἱ προσδοκίαι, den ἐλπίδες entsprechend, Dem. 19, 24; Sp., wie Pol., bes. Furcht; στεφάνου, Hoffnung auf den Kranz, Ep. ad. 313 a (Plan. 54).

Greek (Liddell-Scott)

προσδοκία: ἡ, τὸ προσδοκᾶν, περιμένειν, ἐπ’ ἐλπίδι ἢ μετὰ φόβου, ἀλλὰ συνηθέστερον μετὰ φόβου, 1) μετὰ γεν., μέλλοντος, κακοῦ, δεινῶν, θανάτου Πλάτ. Λάχ. 198Β, Τίμ. 70C, πρβλ. Σοφιστ. 264Β· πρ. τοῦ μέλλοντος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 5· τὸν φόβον ὁρίζονται· πρ. κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 3. 6, 2· ἔχειν πρ. τῆς ἀσφαλείας Δημ. 319. 9· πρ. ἀγαθῶν ἐμβάλλειν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 19· πρ. μεγάλην ἔχειν ὠς εὖ ἐροῦντός τινος Πλάτ. Συμπ. 194Α· τὰς τῶν ἔργων προσδοκίας ἀπαιτεῖν τινα, δηλ. τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν διεγερθεισῶν προσδοκιῶν, Αἰσχίν. 52. 10. 2) ἀπολ., τῶν ὑποκειμένων προσδοκιῶν καὶ τῶν ἐλπίδων Δημ. 348. 23· αἱ ἔσχαται πρ. Διόδ. 20. 78. 3) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, προσδοκία ἦν μή... ἢ μὴ οὐ... Θουκ. 2. 93., 5. 14· ὡσαύτως, προσδοκίαν παρέχειν ὡς... ὁ αὐτ. 7. 12· πρ. ἐμποιεῖν ὡς... Ἰσοκρ. 159Ε. 4) μετὰ προθέσεων, πρὸς προσδοκίαν, κατὰ τὴν προσδοκίαν, Θουκ. 6. 63· οὕτω, κατὰ πρ. Πλάτ. Σοφιστ. 264Β· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παρὰ προσδοκίαν, ὅπερ εἶναι σχῆμα ῥητορικόν, ὅταν ἄλλο προσδοκᾷ νὰ ἀκούσῃ ὁ ἀκροατὴς καὶ ἄλλο λέγηται, ὡς ἔχειν ὑπὸ ποσσὶ ― χίμεθλα (ἔνθα περιέμενέ τις νὰ ἀκούσῃ πέδιλα) Δημήτρ. Φαληρ. 152, Ρήτορες (Walz) 8. 544, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6.