εἰσίπταμαι

From LSJ
Revision as of 10:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσίπτᾰμαι Medium diacritics: εἰσίπταμαι Low diacritics: εισίπταμαι Capitals: ΕΙΣΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: eisíptamai Transliteration B: eisiptamai Transliteration C: eisiptamai Beta Code: ei)si/ptamai

English (LSJ)

   A = εἰσπέτομαι (q. v.).

German (Pape)

[Seite 743] (s. ἵπταμαι), hineinfliegen; πέτρην Il. 21, 494; εἰς τὸν ἀέρα Ar. Av. 1173; übertr., ἡ φήμη ἐςέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Her. 9, 100; ἡ κλῃδών σφι ἐςέπτατο 101; περιστερᾶς εἰς τὸν νεὼν εἰσπτάσης Ath. IX, 395 a.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσίπταμαι: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ εἰσπέτομαι, ἴδε τὴν λέξιν.