ἐπιφλέγω

From LSJ
Revision as of 10:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφλέγω Medium diacritics: ἐπιφλέγω Low diacritics: επιφλέγω Capitals: ΕΠΙΦΛΕΓΩ
Transliteration A: epiphlégō Transliteration B: epiphlegō Transliteration C: epiflego Beta Code: e)pifle/gw

English (LSJ)

   A burn up, πῦρ..ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην Il.2.455 ; ὄφρ' ἤτοι τοῦτον μὲν [νεκρὸν] ἐπιφλέγῃ..πῦρ 23.52 ; of an enemy, πάντα ἐπέφλεγον καὶ ἔκειρον Hdt.8.32 ; ἐ. τὴν πόλιν set fire to it, Th.2.77:— Pass., Nic.Th.188.    2 heat, inflame, τὴν ἐπιφάνειαν Aët.15.20 : metaph., inflame, excite, σάλπιγξ ἀϋτῇ πάντ' ἐκεῖν' ἐπέφλεγεν A.Pers. 395 ; ἐ. τινὰ αἴθοπι μώμῳ Tim.Pers.222 ; Ἀννίβχς εὐτυχῶν ἐ. τὴν Ἰταλίαν Plu.Cat.Ma.1 ; with love, Λαΐς ἐ. πόθῳ τὴν Ἑλλάδα Id.2.767f : —Pass., Arist.Phgn.812a27, Ael.NA15.9.    3 illumine, ἠέλιος.. ἐ. ἀκτίνεσσιν D.P.1110 : metaph., make illustrious, ἐ. πόλιν ἀοιδαῖς Pi. O.9.22.    II intr., to be scorching hot, of the sun, Luc.Anach.25, D.C.59.7 : metaph., to be brilliant, εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐ. Pi.P.11.45.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφλέγω: μέλλ. -ξω, κατακαίω, πῦρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην Ἰλ. Β. 455· ὄφρ. ἦ τοι τοῦτον μὲν ἐπιφλέγῃ νεκρὸν... πῦρ Ψ. 52· ἐπὶ ἐχθροῦ, πάντα ἐπέφλεγον καὶ ἔκειρον Ἡρόδ. 8. 32· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ἐπ. ἀκτίνεσσιν Διον. Περιηγ. 1110· ἐπ. τὴν πόλιν, πυρπολεῖν αὐτήν, Θουκ. 2. 77. ― Παθ., Νικ. Θ. 188. 2) μεταφ., ἐξάπτω, παροτρύνω, προτρέπω, σάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῖν’ ἐπέφλεγεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 395 δι’ ἔρωτος, Λαΐς ἐπ. τὴν Ἑλλάδα Πλούτ. 2. 767F, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κάτ. Πρεσβ. 1, Αἰλ. π. Ζ. 15. 9. ― Παθ., Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 34. 3) μεταφ. ὡσαύτως, καθιστῶ τινα ἔνδοξον, Λατ. illustrare, ἐπ. πόλιν ἀοιδαῖς Πινδ. Ο. 9. 34. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἡλίου, καίω ἰσχυρῶς, εἶμαι καυστικός, καὶ μάλιστα ἢν καὶ ὁ ἥλιος ὥσπερ νῦν τὸ μεσημβρινὸν ἐπιφλέγῃ Λουκ. Ἀνάχ. 25, Δίων Κ. 59. 7· ― μεταφ., εἶμαι λαμπρός, Πίνδ. Π. 11. 69.