βλαψίφρων
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A maddening, φάρμακα Euph.14.2; ἄτη Tryph.411, cf. Orph.H.77.3, etc. II = φρενοβλαβής, A.Th.725.
German (Pape)
[Seite 448] ον, 1) am Verstande beschädigt, wie φρενοβλαβής, Aesch. Spt. 707. – 2) den Verstand verletzend, φάρμακα Euphor. frg. 8; ἄτη Tryphiod. 411; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βλαψίφρων: -ον, (φρὴν) ἐπιφέρων παραφροσύνην, φάρμακα Εὔφορ. Ἀποσπ. 10· ἄτη Τρυφ. 411, Ὀρφ., κτλ. ΙΙ. = φρενοβλαβής, Αἰσχ. Θήβ. 726. ― Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 6, 327.