διεκτείνω
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
A stretch out, extend, v.l. in Hp.Mochl.38 for δεῖ ἐκτ-, cf. Hero Bel.99.1:— Pass., fut. -τᾰθήσομαι Iamb.in Nic.p.71P.
German (Pape)
[Seite 618] durch- u. ausstrecken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διεκτείνω: ἐκτείνω, τεντώνω διὰ μέσου, Ἱππ. Μοχλ. 863 (διάφ. γρ. δεῖ ἐκτ-), Ἥρων Βελ. 135.