ἀμφισφάλλω
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
A treat a dislocated joint by circumduction, Hp.Art. 2:—Pass., Id.Mochl.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφισφάλλω: κάμνω τι νὰ περιστραφῇ, ἐπὶ ἄρθρων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780· ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ὁ αὐτ. Μοχλικὸν 848. Ἴδε Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.