καταστένω

From LSJ
Revision as of 10:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστένω Medium diacritics: καταστένω Low diacritics: καταστένω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΝΩ
Transliteration A: katasténō Transliteration B: katastenō Transliteration C: katasteno Beta Code: kataste/nw

English (LSJ)

   A sigh over, lament, c. acc., S.OC1440, E.Tr.317 (lyr.), HF1141; κατὰ σὲ δακρύοις στένω ib.1045 (lyr.); ὑπέρ τινος Id.IA470; ὧν κατέστενες κακῶν (gen. by attraction) S.El.874.

German (Pape)

[Seite 1381] beseufzen; τινά, Soph. O. C. 1442; τὸν θανόντα πατέρα Eur. Troad. 318; τινός, Soph. El. 862; Eur. Androm. 444; ὑπέρ τινος, über Etwas seufzen, klagen, I. A. 470.

Greek (Liddell-Scott)

καταστένω: λίαν στενάζω, κλαίω, θρηνῶ τινα, μετ’ αἰτ., Σοφ. Ο. Κ. 1440· τὸν θανόντα πατέρα Εὐρ. Τρῳ. 317, Ἡρ. Μαιν. 1141·― ἐν Σοφ. Ἠλ. 874, ἡ γεν., ὧν πάροιθεν εἶχες καὶ κατέστενες κακῶν, κεῖται καθ’ ἕλξιν πρὸς τὴν πτῶσιν τοῦ ἡγουμένου· ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 443, τί δῆτά σ’ οὐ (ἀντὶ σου) καταστένω; ἤδη διωρθώθη ἐξ Ἀντιγράφων· ὑπέρ τινος, χάριν τινός, ὑπὲρ τυράννων συμφορᾶς κ. Εὐρ. Ι. Α. 470.