ῥαιβοειδής
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
ές,
A crooked-looking, Hp.Art.45, Mochl.1 (Sup.); cf. ῥοικοειδής.
German (Pape)
[Seite 832] ές, wie krumm, gebogen anzusehen, von krummer Art, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαιβοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ῥαιβόν, στρεβλός, στραβός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810, Μοχλ. 842, ἴδε Foës Oecon.· πρβλ. ῥοικοειδής.