ἀπροφάσιστος

From LSJ
Revision as of 10:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροφάσιστος Medium diacritics: ἀπροφάσιστος Low diacritics: απροφάσιστος Capitals: ΑΠΡΟΦΑΣΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aprophásistos Transliteration B: aprophasistos Transliteration C: aprofasistos Beta Code: a)profa/sistos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A offering no excuse, unhesitating, ready, προθυμία Th.6.83; εὔνοια Lys.Fr.114; σύμμαχοι X.Cyr.2.4.10; συνεραστής Timocl.8. Adv. -τως without disguise, Th.1.49, etc.: without evasion, honestly, Id.6.72, IG2.243, etc.; unhesitatingly, D.C.38.39.    II admitting no excuse, implacable, θάνατος E.Ba.1002.    III inexcusable, κακία Plu.Cat.Mi.44, cf. 2.742c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροφάσιστος: [ᾰ], -ον, ὁ μηδεμίαν πρόφασιν προβάλλων, ὁ ἄνευ προφάσεως, προθυμία Θουκ. 6. 83· εὔνοια Λυσ. παρὰ Σουΐδ.· σύμμαχοι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 10· συνεραστὴς Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ προφάσεως, Θουκ. 1. 49, κτλ.: τιμίως εἰλικρινῶς, ὁ αὐτ. 6. 72: -ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1002 ἡ λέξις φαίνεται ἐφθαρμένη.