ταλανίζω
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
A call or deem one unhappy, Aesop.113,328, Jo Sic. in Rh.6.451 W.:—Pass., Ptol.Tetr.208, Heliod. in EN19.18:—hence τᾰλᾰν-ισμός, ὁ, Jo.Sic. l.c.
German (Pape)
[Seite 1064] sich unglücklich achten, nennen, dah. übh. klagen, jammern, Aesop. Dind.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰνίζω: ἄθλιον ἀποκαλῶ, ἐπιφωνῶ ὦ τάλαν ὡς τὸ σχετλιάζω, ἐπιφωνῶ ὦ σχέτλιε, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μακαρίζω, «ὅρα μήποτε... μακαρίσῃς μὲν ἐκεῖνον, ταλανίσῃς δὲ σεαυτὸν» Παράφρ. Ἐγχειριδίου Ἐπικτήτου 26, Αἰσώπ. Μῦθ. 58· συχν. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ Βυζ., παρ’ οἷς ὑπάρχει καὶ οὐσιαστ. -ισμός, καὶ ἐπίρρ. -ιστικῶς. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 270.