ἐξάρτημα
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is suspended from, τῶν νεῶν Sch.Ar.Eq.759; weight, Theo Sm.p.65 H., Iamb.VP26.117, Nicom.Harm.6; of the ligaments of the uterus, Sor.2.84. II that which is attached or dependent, Dam.Pr.130 (pl.).
German (Pape)
[Seite 873] τό, das Darangehängte, Gewicht, Sp.; vom Anker, Schol. Ar. Equ. 759.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάρτημα: τό, τὸ ἐξαρτώμενον, κρεμάμενον ἔκ τινος, ὁ δελφὶς π.χ., ὄργανον ναυτικόν, ὅπερ μετεχειρίζοντο ἐν ταῖς ναυμαχίαις πρὸς καταπόντισιν ἐχθρικοῦ πλοίου, ὀνομάζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 759, ἐξάρτημα νεῶν· ἦτο δὲ ὁ δελφὶς «σιδηροῦν κατασκεύασμα ἢ μολύβδινον εἰς δελφῖνα ἐσχηματισμένον» Σχόλ. ἔνθ' ἀνωτ.· - βάρος τι, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 117· - προσέτι = περίαμμα, Τατιαν. σ. 65.