ἐξάρτημα

From LSJ
Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρτημα Medium diacritics: ἐξάρτημα Low diacritics: εξάρτημα Capitals: ΕΞΑΡΤΗΜΑ
Transliteration A: exártēma Transliteration B: exartēma Transliteration C: eksartima Beta Code: e)ca/rthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is suspended from, τῶν νεῶν Sch.Ar.Eq.759; weight, Theo Sm.p.65 H., Iamb.VP26.117, Nicom.Harm.6; of the ligaments of the uterus, Sor.2.84.    II that which is attached or dependent, Dam.Pr.130 (pl.).

German (Pape)

[Seite 873] τό, das Darangehängte, Gewicht, Sp.; vom Anker, Schol. Ar. Equ. 759.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρτημα: τό, τὸ ἐξαρτώμενον, κρεμάμενον ἔκ τινος, ὁ δελφὶς π.χ., ὄργανον ναυτικόν, ὅπερ μετεχειρίζοντο ἐν ταῖς ναυμαχίαις πρὸς καταπόντισιν ἐχθρικοῦ πλοίου, ὀνομάζεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 759, ἐξάρτημα νεῶν· ἦτο δὲ ὁ δελφὶς «σιδηροῦν κατασκεύασμα ἢ μολύβδινον εἰς δελφῖνα ἐσχηματισμένον» Σχόλ. ἔνθ' ἀνωτ.· - βάρος τι, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 117· - προσέτι = περίαμμα, Τατιαν. σ. 65.