ἀντιπρεσβεύομαι
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
Med.,
A send counter-ambassadors, Th.6.75, Luc. Peregr.16: c. dat., Paus.7.9.5:—Act. in Aristid.1.372J., App.Mith. 87.
German (Pape)
[Seite 259] dagegen, ebenfalls Gesandteschicken, Thuc. 4, 118. 6, 75; act., Pol. 8, 138.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπρεσβεύομαι: μέσ., ἀποστέλλω πρέσβεις πρός τινα ὅπως ἀντιπράξωσι κατὰ τῶν πεμφθέντων ὑπ’ ἄλλου, ἀντεπρεσβεύοντο καὶ αὐτοὶ Θουκ. 6.75, Λουκ. Περεγρ. 16· μετὰ δοτ. Παυσ. 7.9, 5.