διάγγελος

From LSJ
Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάγγελος Medium diacritics: διάγγελος Low diacritics: διάγγελος Capitals: ΔΙΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: diángelos Transliteration B: diangelos Transliteration C: diaggelos Beta Code: dia/ggelos

English (LSJ)

ὁ,

   A messenger, negotiator, esp. secret informant, go-between, Th.7.73.    2 military term, adjutant, Plu.2.678d; but, = Lat. speculator, Plu.Galb.24.

German (Pape)

[Seite 573] ὁ, Zwischenbote, Unterhändler, Thuc. 7, 73; der die Befehle des Feldherrn bekannt macht, Adjutant, Plut. Galb. 24; D. C. 40, 8.

Greek (Liddell-Scott)

διάγγελος: ὁ, ἀπεσταλμένος πρὸς διαπραγμάτευσιν, Λατ. internuncius, ἰδίως ὁ μυστικῶς πληροφορῶν, καταδότης, κατάσκοπος, Θουκ. 7. 73. 2) βραδύτερον, ἰδιαίτερος ἀξιωματικὸς ἐν τῷ ἑλλ. στρατεύματι, γνωστὰς ποιῶν τὰς διαταγὰς τοῦ στρατηγοῦ, ὑπασπιστής, ἀντὶ τοῦ Λατ. tesserarius, Πλούτ. Γάλβ. 24.