ὁμοιωτικός
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ή, όν,
A assimilative, Gal.Nat.Fac.1.12. 2 by means of resemblance, on the basis of analogy, μετάβασις S.E.M.11.250 : Subst., ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of likening or copying, Poll.7.126. Adv. -κῶς S.E.M.3.40, etc. 3 Pythag. epith. of odd numbers and square numbers (cf. ὅμοιος A. 111.2), Theol.Ar.57.
German (Pape)
[Seite 337] zum Aehnlichmachen, Abbilden gehörig, geschickt, Sp. Bei Poll. 7, 126 τέχνη ζώων ὁμοιωτική. – Auch adv., Sext. Emp. adv. geom. 40.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ ὁμοιοῦν, εἰς τὴν ὁμοίωσιν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 250· οὐσιαστ., ἡ ὁμοιωτική (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ποιεῖν τι ὅμοιον πρὸς ἕτερον ἢ ἀντιγράφειν τι, Πολυδ. Ζ΄, 126. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 40, κτλ.