ξέστης
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
ου, ὁ, formed from Lat.
A sextarius, a Roman measure nearly = 1 pint, IG7.3498.54 (Oropus), J.AJ9.4.4, AP11.298, Gal.13.435, Damocr. ap. eund.13.989,IG42(1).93(Epid., iii/iv A.D.), Phlp.in APr. 27.19. II pitcher, cup, Ev.Marc.7.4, POxy.921.23 (iii A.D.), Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).139.
German (Pape)
[Seite 278] ὁ, ein Maaß für flüssige u. trockne Dinge, sextarius der Römer, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξέστης: -ου, ὁ, = τῷ Λατ. sextarius, εἶναι δὲ τύπος ἐφθαρμένος, ᾧ ἐχρῶντο οἱ ἐν Σικελίᾳ Ἕλληνες (πρβλ. λίτρα), Ἀνθ. Π. 11. 298, Δαμοκράτ. παρὰ Γαλην., Καιν. Διαθ.· - ἐντεῦθεν ὑποκορ. ξεστίον, τό, Συνέσ.· - ἐπίθ. ξεστιαῖος, α, ον, ὁ περιέχων ἕνα ξέστην, Γαλην.