περίπους
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A fitting close, as a shoe to the foot, Hsch., Phot. (better divisim, περὶ ποδός and περὶ πόδα).
German (Pape)
[Seite 589] = περιπόδιος 2, rings anschließend, anpassend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
περίπους: οδος, ὁ, ἡ, «περίποδος, (νῦν γράφεται διῃρημ. περὶ ποδός)· ἀντὶ τοῦ ἁρμόζον. καὶ περὶ πόδα· τὸ ἡρμοσμένον, ἀπὸ τῶν ὑποδημάτων», προσέτι «περὶ πόδα· οὕτως ἐκάλουν τὸ ἁρμόζον· μεταφέροντες ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῖς ποσὶν ὑποδημάτων. ἢ ἀκριβῶς» Ἡσύχ.