δίγλωσσος
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
Att. δίγλωττος, ον,
A speaking two languages, Th.8.85, 4.109, Gal.8.585:— as Subst., δίγλωσσος, ὁ, interpreter, dragoman, Plu. Them.6. II double-tongued, deceitful, LXXSi.5.9, al.
German (Pape)
[Seite 615] att. -ττος, 1) zweizüngig; στόμα τέττιγος Bian. 3 (IX, 273); zweier Sprachen kundig, Thuc. 8, 85; Plut. Alex. 37; ὁ δ., der Dolmetscher, Plut. Them. 6. – 2) zweizüngig, hinterlistig, Orac. Sib., LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δίγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον· ‒ ὁ δύο γλώσσας ἔχων, Λατ. bilinguis, Ἀνθ. Π. 9, 273. ΙΙ. ὁ δύο γλώσσας ὁμιλῶν, Θουκ. 8. 85, πρβλ. 4. 109· ἐντεῦθεν ὡς οὐσιαστ. δίγλωσσος, ὁ, διερμηνεύς, Πλούτ. Θεμ. 6. ΙΙΙ. ὁ διπλῆν ἔχων γλῶσσαν, ἀπατηλός, Ἑβδ. (Σειρὰχ 5, 9 κ. ἀλλ.).