ἀέτωμα
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], τό,
A = ἀετός IV, gable, οἴκου Hp.Art.43; ἱεροῦ IG22.1271.6., cf. Timae.50, J.AJ3.6.4: αἴτωμα (sic) IG3.162.
German (Pape)
[Seite 43] τό, = ἀετός 2), Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀέτωμα: [ᾱ], τό, ἀετός, ΙΙΙ. τὸ τῆς ὀροφῆς τρίγωνον, Λατ. fastigium, οἴκου, Ἱππ. Ἄρθρ. 808˙ πρβλ. Τίμ. 50. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 3. 6, 4˙ αἴτωμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 481. 5.