εἴσπλοος

From LSJ
Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσπλοος Medium diacritics: εἴσπλοος Low diacritics: είσπλοος Capitals: ΕΙΣΠΛΟΟΣ
Transliteration A: eísploos Transliteration B: eisploos Transliteration C: eisploos Beta Code: ei)/sploos

English (LSJ)

contr. εἴσπλους, ὁ,

   A sailing in of ships, βιάσασθαι τὸν ἔσ. Th.7.22, cf. 24 (pl.), X.HG2.2.9.    2 right of entry, εἶναι αὐτῷ εἴ. καὶ ἔκπλουν αὐτοῖς εἶναι καὶ ἐν πολέμῳ καὶ ἐν εἰρήνῃ IG12(7).8 (Amor-gos), etc.    II entrance of a harbour, Th.4.8 (pl.); λιμὴν στενόν τινα ἔχων εἴ. Pl.Ti.25a.

German (Pape)

[Seite 745] ὁ, zsgzgn -πλους, ὁ, das Einlaufen der Schiffe; Her. 6, 33; Thuc. 7, 22 u. Folgde; auch der Ort, wo die Schiffe einlaufen, τοῦ λιμένος Thuc. 4, 8; Plat. Tim. 25 a u. A.

Greek (Liddell-Scott)

εἴσπλοος: συνῃρ. -πλους, ὁ, τὸ εἰσπλέειν, ἡ εἰσέλευσις πλοίου εἰς λιμένα, Θουκ. 7. 22, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 9. ΙΙ. ἡ εἴσοδος λιμένος, οἱ ἔσπλοι τοῦ λιμένος Θουκ. 4. 8˙ οἱ ἔσπλοι ὁ αὐτ. 7. 24˙ λιμὴν στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν Πλάτ. Τίμ. 25Α.