κατωνάκη
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
[νᾰ], ἡ,
A coarse frock with a border of sheepskin (νάκος), worn by slaves and labourers, Ar.Lys.1151, Ec.724, Theopomp.Com. 99.
German (Pape)
[Seite 1407] ἡ, ein Sklavenkleid, das unten einen Vorstoß von Schaaffell hat (νάκος), Ar. Lys. 1150 Eccl. 721. Bei Suid. auch κατωνάκης, ὁ.
Greek (Liddell-Scott)
κατωνάκη: νᾰ, ἡ, ἔνδυμά τι εὐτελὲς ἔχον ἐκ τῶν κάτω μερῶν νάκος (διφθέραν) περιερραμμένον φερόμενον ὑπὸ δούλων καὶ ἐργατῶν, «δοκοῦσι δὲ τοῦτο ἀμφιέσασθαι Ἀθηναῖοι τῶν περὶ Πεισίστρατον τυράννων ἐπαναγκασάντων, ἵνα ὑπὸ εὐτελείας μὴ κατίωσιν εἰς τὸ ἄστυ οἱ πολῖται» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1151, Ἐκκλ. 724. πρβλ. Βεκκῆρ. εἰς Χαρικλ. 442· «χιτὼν δουλικὸς καὶ ἀνελεύθερος» Σουΐδ. Πολυδ. Ζ΄ 68.