σφάλμα

From LSJ
Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφάλμα Medium diacritics: σφάλμα Low diacritics: σφάλμα Capitals: ΣΦΑΛΜΑ
Transliteration A: sphálma Transliteration B: sphalma Transliteration C: sfalma Beta Code: sfa/lma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A trip, stumble, false step, AP7.634 (Antiphil.), Man.4.289.    2 a glide, in a surgical operation, Heliod. ap. Orib. 49.8.38, Ruf. ib.49.28.13.    II metaph.,    1 fall, failure, defeat, Hdt.7.6, 9.9, Th.5.14 (pl.), etc.; σφάλματα ποιοῦντες causing losses, Pl.Plt.298b.    2 fault, error, Hdt.1.207, 7.10.ζ ; τὰ πρόσθε σ. E.Andr.54, Supp.416, cf. Pl.Tht.168a, R.487b, Phld.Rh.1.348 S., Gal.6.68.

Greek (Liddell-Scott)

σφάλμα: τό, σκόνταμμα, παραπάτημα, Ἀνθ. Π. 7. 634, Μανέθων 4. 289. ΙΙ. μεταφορ., 1) πτῶσις, ἀποτυχία, ἧττα, ζημία, Ἡρόδ. 7. 6., 9. 9, Θουκ. 5. 14, κτλ.˙ σφάλματα ποιεῖν, προξενῶ ἀπωλείας, Πλάτ. Πολιτικ. 298Β. 2) ὡς καὶ νῦν, σφάλμα, ἁμάρτημα, λάθος, Ἡρόδ. 1. 207., 7. 10, 6˙ τὰ πρόσθε σφ. Εὐρ. Ἀνδρ. 54, Ἱκέτ. 416, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167Ε, Πολ. 487Β. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 491.