ἴξαλος
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ον, epith. of the Ibex,= τέλειος acc. to Ar.Byz. ap. Eust. 1625.33, or
A bounding, springing (as Sch.Il., Hsch., etc.), or = τομίας (as Porph. ap. Sch.Il.), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Il.4.105, cf. AP6.32 (Agath.), 113 (Simm.), 9.99 (Leon.). (Perh. borrowed fr. Asia Minor.)
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ (nach VLL. entweder von ἀΐσσω, πηδητικός, od. von ἵξαι u. ἅλλεσθαι, richtiger wohl von ἵκω unmittelbar, wenn es nicht ein eigener Stamm ist), Beiwort der wilden Ziege, des Steinbocks, kletternd, τόξον ἐΰξοον ἰξάλο υ αἰγός Il. 4, 105, Schol. zu vgl.; ἴξαλος εὐπώγων αἰγὸς πόσις Leon. Tar. 61 (XI, 99); Ag. 29 (VI, 32).
Greek (Liddell-Scott)
ἴξᾰλος: -ον, ἐπίθ. τῆς ἀγρίας αἰγὸς (ἴδε ἐν λέξ. αἴξ), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Ἰλ. Δ. 105 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 32, 113., 9. 00· -ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πηδητικός, ὁρμητικός, καὶ κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀΐσσω, ὡς εἰ ἦν ἀΐξαλος (πρβλ. αἴξ, αἰγός).