μελλέποσις
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ μέλλων ἀνὴρ γίνεσθαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 125] ὁ, v. l. für μελλόποσις.
Greek (Liddell-Scott)
μελλέποσις: «ὁ μέλλων ἀνὴρ γίνεσθαι» Ἡσύχ.