ἀμείδητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = foreg., LXX Wi.17.4;
A νύξ A.R.2.908; βέρεθρον Orph.A.975; Τάρταρος IG14.769 (Naples).
German (Pape)
[Seite 120] dasselbe, Ἅιδης Theodor. 11 (VII, 439); νέκυες Iul. Aeg. 66 (VII, 58); νύκτες Ap. Rh. 2, 908.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείδητος: -ον, = τῷ προηγ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ιζ΄, 4): νὺξ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 908· βέρεθρον Ὀρφ. Ἀργ. 975· Τάρταρος Συλλ. Ἐπιγρ. 5816: - ὡσαύτως ἀμειδίᾱτος, ον, Δίων Χρυσόστ. 1.169.