ῥιπτάζω

From LSJ
Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιπτάζω Medium diacritics: ῥιπτάζω Low diacritics: ριπτάζω Capitals: ΡΙΠΤΑΖΩ
Transliteration A: rhiptázō Transliteration B: rhiptazō Transliteration C: riptazo Beta Code: r(ipta/zw

English (LSJ)

Frequentat. of ῥίπτω,

   A throw to and fro, toss about, ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς Il.14.257; ὀφρύσι ῥιπτάζεσκε moved the eyebrows up and down, h.Merc.279:—Pass., toss about, esp. in bed, Hp. Epid.4.31 (so ῥιπτάζειν ἑαυτόν Morb.2.69; and ῥιπτάζειν alone, Acut. (Sp.) 18); πρᾶγμα πολλαῖσι . . ἀγρυπνίαισιν ἐρριπτασμένον Ar.Lys.27; ὕφη γυναικῶν . . ἐρριπτάζετο S.Fr.210 iii 12; τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα Plu.Cic.37; ῥιπτάσαι περιδεῶς BCH48.518 (Palestine).    II Pass. also,= ῥίπτομαι, AP5.164 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 845] frequentat. von ῥίπτω, häufig, wiederholt hin- und herschleudern; als Mißhandlung, θεοὺς κατὰ δῶμα, Il. 14, 257; ὀφρύσι ῥιπτάζειν, mit den Augenbrauen zucken, häufige Bewegungen machen, h. Merc. 279; πολλαῖς ἀγρυπνίαις ἐῤῥιπτασμένον, Ar. Lys. 27, auf dem Bette hin- und hergeworfen; sp. D., ἐν κόλποισιν ἐκείνης ῥιπτασθεὶς κείσθω, Mel. 102 (V, 165). – Auch in sp. Prosa, τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ' ἀμφότερα Plut. Cic. 37.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιπτάζω: μέλλ. -άσω, θαμιστικὸν τοῦ ῥιπτω, ῥίπτω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, «πετῶ δεξιὰ καὶ ἀριστερά», Λατ. jactare, ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς, «ῥίπτων, συνελαύνων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 257· ὀφρύσι ῥιπτάζειν, κινεῖν τὰς ὀφρῦς ἄνω καὶ κάτω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἕρμ. 279. - Παθ., κινοῦμαι, στρέφομαι δεξιὰ καὶ ἀριστερά, κυρίως ἐν τῇ κλίνῃ, Ἱππ. 1133Ε, (οὕτω ῥιπτάζειν ἑαυτὸν 485. 28· καὶ μόνον ῥιπτάζειν 399. 40)· πρᾶγμα ἀγρυπνίαις πολλαῖσιν ἐρριπτασμένον Ἀριστοφ. Λυσ. 27· τῇ γνώμῃ πολλὰ ῥιπτασθεὶς ἐπ’ ἀμφότερα Πλουτ. Κικ. 37. ΙΙ. Παθ. ὡσαύτως, = ῥίπτομαι, Ἀνθ. Π. 5 .165.