συνδιατελέω
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
A continue with to the end, Pl.Phd.91b, D.61.38, Arist.Phgn.808b19, Iamb.Protr.20.
German (Pape)
[Seite 1008] (s. τελέω), mit od. zugleich vollenden, intrans. mit aushalten, bleiben; ἡ ἄγνοιά μοι αὕτη οὐ ξυνδιατελεῖ, ἀλλ' ὀλίγον ὕστερον ἀπολεῖται, Plat. Phaed. 91 b; Dem. 61, 38; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιατελέω: Ἀττ. μέλλ. -τελῶ, διατελῶ, ἐξακολουθῶ μέχρι τέλους, Πλάτ. Φαίδων 91Β, Δημ. 1412, ἐν τέλει.