ἐνακούω

From LSJ
Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰκούω Medium diacritics: ἐνακούω Low diacritics: ενακούω Capitals: ΕΝΑΚΟΥΩ
Transliteration A: enakoúō Transliteration B: enakouō Transliteration C: enakoyo Beta Code: e)nakou/w

English (LSJ)

   A hear, LXX Na.1.12 (Pass.); obey, 1 Es.4.10, Vett.Val 42.7 (Pass.), POxy.120.4(iv A.D.); listen to, c. gen.rei, S.El.81.    II take in sounds, be sensitive to, ἰαχῆς Hp.Cord.8, cf.Liqu.2: metaph., ἐ. τῆς ξυμφορῆς to be affected by it, Id.Art.53; ἐνακούει ἐμβαλλόμενα, of dislocations, they obey the surgeon's hand, i.e. are set, Id.Fract.40; ἐ. ἰητρείης yield to treatment, Id.Art.62.

German (Pape)

[Seite 826] (s. ἀκούω), 1) darin-, anhören, τινός, Soph. El. 80 u. Sp. – 2) gehorchen, nachgeben, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰκούω: μέλλ. -σομαι, εἰσδέχομαι ἤχους, ἀκούω ἐντός, μετὰ γεν., ταῦτα γὰρ οὐκ ἐνακούουσιν ἰαχῆς Ἱππ. 269, 27, πρβλ. 425. 52, κτλ.˙ μεταφ., ἐνακ. τῆς ξυμφορῆς, αἴσθησιν ἔχειν, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 821˙ ἐνακούει ἐμβαλλόμενα, ἐπὶ ἐξαρθρώσεων, ὑπακούω εἰς τὴν χεῖρα τοῦ χειρουργοῦ, τοποθετοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Ἀγμῶν 776˙ ἐν ἰητρείης ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 828. - Ἐν Σοφ. Ἠλέκ. 81 τὸ τῶν χειρογρ. κἀνακούσωμεν τινὲς θέλουσιν αὐτὸ ἐκ ῥήματος ἀνακούω· ἀλλὰ τοιοῦτον δὲν ὑπάρχει· ὥστε εἰ ἡ γραφὴ ἔχει καλῶς πρέπει νὰ προῆλθεν ἐκ τοῦ ἐνακούω. Ἡ τοῦ Ναυκίου διόρθωσις: κἀπακούσωμεν εἶναι ἐπιτυχὴς καὶ παρεδέξαντο αὐτὴν ἐκ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν ὁ Weclein, Bellermann, A. Michaelis καὶ ὁ σοφὸς ἐκδότης τοῦ Σοφοκλέους Jebb.