ἀγυρτικός
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
English (LSJ)
ή, όν,
A vagabond, μάντις Plu.Lyc.9; juggling, πίνακες Id.Comp.Aristid.Cat.3; τὸ ἀ. γένος Id.2.407c; τὸ ἀ. jugglery, Str. 10.3.23. Adv. -κῶς Hierocl.in CA26p.479M.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγυρτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων χαρακτῆρα ἀγύρτου, ἀλήτης, πλάνης, ἀγ. μάντις, Πλουτ. Λυκοῦργ. 9· ὁ ἐξαπατῶν, πίνακες, ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτων. Συγκρ. 3· τό ἀγ. γένος, ὁ αὐτ. 2. 407 C. τὸ ἀγ., ως οὐσιαστ. ἀπάτη, Στράβ. 474: - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ.