ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ές,
A white-hot, EM109.33.
διαλαμπής: -ές, λίαν λαμπρός, Γρηγ. Ναζιανζ. 2, 132C.