τετανικός
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ή, όν,
A suffering from τέτανος, Dsc.3.80, Cael.Aur.CP3.6; tetanica passio, ib.3.17. Adv. -κῶς Gal.14.276.
German (Pape)
[Seite 1096] am τέτανος leidend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
τετᾰνικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ τετάνου, Διοσκ. 5. 84, Cael. Aur. de M. Ac. 3. 6. Ἐπίρρ. -κῶς, τετανικῶς σπωμένους Γαλην. τ. 13, σ. 953.