παραστάς

From LSJ
Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστάς Medium diacritics: παραστάς Low diacritics: παραστάς Capitals: ΠΑΡΑΣΤΑΣ
Transliteration A: parastás Transliteration B: parastas Transliteration C: parastas Beta Code: parasta/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (παρίσταμαι) prop.

   A anything that stands beside : pl. παραστάδες, doorposts, παραστάδας καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα Cratin. 42, cf. IG22.1668.32, Poll.1.76, Hsch.; also, pilasters or returns which cover the ends of aalls in the front of a house or temple, τὰς λευκολίθους π. CIG2782.29 (Aphrodisias) : also in sg., Vitr.10.10.2 : pl., of the wings of a stage, Callix.2.    2 space enclosed between the παραστάδες, vestibule or entrance of a temple or house, in pl., E.Ph.415, IT1159, X.Hier.11.2, IG22.1672.131, 186, Poll.7.122 : also in sg., E.Andr. 1121, IG12.372.73, SIG307.12 (Iasos, iv B. C.), Supp.Epigr.4.447.11, 453.46 (Didyma, ii B. C.) ; of a bath, S.E.P.1.110, 2.56.

German (Pape)

[Seite 499] άδος, ἡ, eigtl. alles Danebenstehende, Daranstehende, bes. Pfosten, Pfeiler, Säule, Cratin. bei Poll. 7, 122; – αἱ παραστάδες, der Säulengang, der Eingang des Hauses, Vorhalle, = πρόδομος, Eur. Phoen. 426 I. T. 1159 Andr. 1121; Xen. Hier. 1 l, 2; ἡ τοῦ βαλανείου π., S. Emp. pyrrh. 1, 110. 2, 56.

Greek (Liddell-Scott)

παραστάς: -άδος, ἡ, (παρίσταμαι) κυρίως τὸ πλησίον ἱστάμενον· πληθ., παραστάδες, τὰ ἑκατέρωθεν τῆς θύρας ξύλα ἢ μάρμαρα, παραστάδες καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 9, πρβλ. Πολυδ. Α’, 76. Ἡσύχ., πρβλ. φλιά· - ὡσαύτως οἱ τετράγωσι στῦλοι εἰς οὓς ἀπολήγει ὁ τοῖχος τῶν ναῶν κατὰ τὸν πρόναον, Λατ. antae, ἐντεῦθεν ναὸς ἐν παραστάσιν, templum in antis, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 29, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196E, Βιτρούβ.· ἴδε λεξικὸν Ἀρχαιοτ.: ἐντεῦθεν, 2) τὸ μεταξὺ τῶν παραστάδων τούτων διάστημα, πρόναος ἢ ἡ εἴσοδος εἰς ναὸν ἢ εἰς βαλανεῖον ἢ οἰκίαν, Εὐρ. Φοίν. 415, Ι. Τ. 1159, πρβλ. Πολυδ. Ζ’, 122· - ἐνίοτε καθ’ ἑνικ., Εὐρ. Ἀνδρ. 1121, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, (ἴδε Böckh σ. 279. § 6), 2672, 2675, 2677, 2692· - πρβλ. παστάς, προστάς.