πολύτρεπτος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ον,
A much-turning, changeable, Plu.2.423a.
German (Pape)
[Seite 675] viel umgewandt, veränderlich, Plut. def. or. 23 M. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύτρεπτος: -ον, ὁ πολὺ τρεπόμενος, εὐμετάβολος, Πλούτ. 2. 423Α.