ζυγικός
From LSJ
Ἀνθρώποισι γὰρ τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν → It is common to all of humanity to make mistakes
English (LSJ)
ή, όν, (ζυγός)
A of or for a balance, τὰ -κά Nicom.Harm.2.
German (Pape)
[Seite 1140] zur Wage gehörig, Arith. Theolg.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγικός: -ή, -όν, (ζυγὸς) ἀνήκων εἰς ζυγὸν (ζυγαριάν), Θεολ. Ἀριθμ. σ. 29.