ὑπέρεικος
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ἡ, (ἐρείκη)
A St. John's wort, Hypericum crispum, Nic. Al.603:—more freq. ὑπερικόν, τό, Dsc.3.154, Gal.12.148; also, Hypericum revolutum, Dsc.1.19.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρεικος: ἡ, (ἐρείκη) «θάμνος φρυγανοειδής, σπιθαμιαῖος, ὑπέρυθρος, ἄνθος ἔχων λευκοΐῳ ὅμοιον, ὃ διατριβὲν ἐν τοῖς δακτύλοις αἱματώδη τὸν χυμὸν ἐκκρίνει· ὅθεν καὶ ἀνδρόσαιμον ἐκλήθη» Διοσκ. 3. 161 (171) ἔνθα: ὑπερικόν, τό. - «κόψας οὐρείην ὑπέρεικον» Νικ. Ἀλεξιφ. 616. - Κατὰ τὸν Sibthorp παρὰ τοῖς νῦν Ἕλλησιν ὀνομάζεται ἔτσι διὰ τοῦ ἀρχαίου ὀνόματος ἢ βάλσαμον, παρὰ τοῖς νῦν Λάκωσι «σκουδρίτζα», παρὰ δὲ τοῖς Λημνίοις «ἀγουθοῦρα», πρβλ. Γαλην. τ. 14, σ. 43, 13., 59, 15., 109, 4, κλπ.· - γράφεται καὶ ὑπέρεικον καὶ ὑπερικόν.