εἰκαθεῖν
From LSJ
English (LSJ)
inf. of aor. εἴκαθον, from εἴκω
A yield; subj. εἰκάθω S.OT651 (lyr.), Ph.1352; inf. εἰκαθεῖν Id.El.396, Ant.1096; part. εἰκαθών Id.Tr.1177. Cf. παρ-, ὑπ-εικαθεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαθεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἐπεκταθένος ἀορ. εἴκαθον, ἐκ τοῦ ῥήμ. εἴκω, ὑποχωρῶ, ὑπείχω, (διότι δὲν ὑπάρχει ἐνεστὼς εἰκάθω, πρβλ. Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 186, Ellendt Λεξ. Σοφ.· ἴδε τὰς λέξεις ἀμυναθεῖν, διωκαθεῖν, κτλ.)· ὑποτακτ. εἰκάθω Σοφ. Ο. Τ. 650, Φ. 1352· ἀπαρ. εἰκαθεῖν ὁ αὐτ. Ἠλ. 396, Ἀντ. 1096· μετοχ. εἰκαθὼν ὁ αὐτ. Τρ. 1177. - Πρβλ. παρ-, ὑπεικαθεῖν, καὶ ἴδε σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Τ. 650.