κατευχή
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ἡ,
A prayer, vow, A.Ch.477 (anap.), Plu.Dio 24 (pl.); κ. καὶ σπονδαί OGI309.7 (Teos, ii B.C.), cf. SIG589.7 (Magn. Mae., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1399] ἡ, Gebet, Wunsch; κλύοντες, μάκαρες χθόνιοι, τῆσδε κατευχῆς Aesch. Ch. 470; neben σπονδαί Plut. Dion. 24.
Greek (Liddell-Scott)
κατευχή: ἡ, προσευχή, εὐχή, Αἰσχύλ. Χο. 477, Πλουτ. Δίων 24· ἐν τᾷ τᾶν κατευχᾶν ἁμέρᾳ, ἐπιγραφ. Αἰολ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 3.