σωφρονιστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A making temperate, teaching morality, δύναμις S.E.M.6.21; λόγοι Poll.3.100; [ᾠδή] Eust.137.37.
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, besonnen, klug machend, bessernd, züchtigend; Plut.; δύναμις, S. Emp. adv. mus. 91.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονιστικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τινα σώφρονα, σωφρονίζων, παιδεύων, τιμωρῶν, δύναμις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 21· λόγοι, ᾠδαὶ Πολύδ. Γ΄, 100, κλπ.