μαρίλη
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἡ,
A embers of charcoal, coal-dust (= ἡ ἐξ ἀνθράκων τέφρα Sch.Ar.Ach.349; = ἀμαυρὸν πῦρ, ὁ χνοῦς καὶ τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, Suid.), Hippon.59, Cratin.257, Com.Adesp.443; μ. ἀνθράκων Hippon.71, cf.Ar.Ach.350: distd. from ἄνθρακες (charcoal) and σποδιή (ashes) by Hp.Mul.2.133; hot embers, Ruf. ap. Orib.4.2.20; λεπτῆς μ. Arist.Pr.967b5; χαλκεὺς γέμων κάπνου καὶ μαρίλης Jul.Or.7.233b: hence, ὦ Μᾰρῑλάδη O son of Coaldust! comic name of an Acharnian collier, Ar.Ach.609.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰρίλη: ἢ μαρίλα [ῑ], ἡ, (ἴσως ἐκ τοῦ μαίρω, μαρμαίρω): - ἡ μὴ καεῖσα κόνις τῶν ἀνθράκων, τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, (ὁ χνοῦς τῶν ἀνθράκων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 350), Κρατῖν., ἐν «Ὥραις» 9· μ. ἀνθράκων Ἱππῶν. 62, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθράκων καὶ τῆς σποδίς (στάκτης, τέφρας) ὑπὸ τοῦ Ἱππ. 648. 55· λεπτῆς μ. Ἀριστ. Προβλ. 38. 8· - ἐντεῦθεν, ὧ Μᾰρῑλάδη, κωμ. ὄνομα ἀνθρακέως ἐξ Ἀχαρνῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 609.