μετάγω
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
English (LSJ)
[ᾰ], fut. -άξω D.S.20.3: pf.
A μεταγείοχα PRyl.67.5 (ii B. C.): —convey from one place to another, transfer, τινὰ εἰς Βαβυλῶνα LXX 1 Es.1.45, cf. Aristeas 12 (Pass.); τὴν ἐκκλησίαν εἰς Σικυῶνα Plb.5.1.9; τὸν πόλεμον εἰς τὴν Λιβύην D.S. l.c.; ναόν SIG587.6 (Peparethus, ii B. C.); τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας D.C.Fr.83.7; escort, τινα SIG588.51 (Milet., ii B. C.): Medic., divert, τὰ ῥεύματα Gal.17(1).965: metaph., τοὺς πολίτας εἰς σωφρονεστέραν βίου τάξιν μ. Plu.2.225f, cf. SIG704E 12 (Delph., ii B. C.), Epict.Ench.33.3; ψυχὴν ἐπ' εὐφροσύνην AP10.77 (Pall.); seduce, τινὰς ἐς τὸ ἁβροδίαιτον Hdn.3.8.5. 2 translate, εἰς ἑτέραν γλῶσσαν LXX Si.Prol. (Pass.). 3 derive a metaphor, ἀπό τινος Phld.Rh.1.179 S. 4 Pass., to be borrowed, μετῆκται ἀπὸ τῶν ἐν γεωμετρίᾳ τὸ ὄνομα Iamb. in Nic.p.58 P. II intr., go by a different route, change one's course, X.Cyr.7.4.8.
German (Pape)
[Seite 146] (s. ἄγω), 1) nach-, hinterherführen, sc. στρατόν, hinterhermarschiren, μετάγειν αὐτὸν ἐκέλευσεν, ᾗπερ ὁ 'Υστάσπης προῴχετο, Xen. Cyr. 7, 4, 8. – 2) von einem Orte weg nach einem andern hinführen, εἴς τινα τόπον, Pol. 24, 8, 4, vgl. 5, 1, 9, Sp., wie Hdn. 3, 8, 10; τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας, D. C. 37, 84.
Greek (Liddell-Scott)
μετάγω: [ᾰ]: μέλλ. -άξω, μεταφέρω ἀπό τινος τόπου εἰς ἄλλον, εἰς τόπον Πολύβ. 5. 1, 9, Διόδ. 20. 3, κτλ.· τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας Δίωνος Κ. Ἐκλογ. Peiresc. 88· μεταφ., μᾶλλον ἐπ’ εὐφροσύνην... ψυχὴν τερπομένην μετάγειν Ἀνθ. Π. 10. 77. II. κατὰ τὸ φαινόμ. ἀμεταβ., ὑπάγω δι’ ἄλλης ὁδοῦ, μεταβάλλω δρόμον, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 8.