ὑποστάτης

From LSJ
Revision as of 11:02, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστᾰτης Medium diacritics: ὑποστάτης Low diacritics: υποστάτης Capitals: ΥΠΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: hypostátēs Transliteration B: hypostatēs Transliteration C: ypostatis Beta Code: u(posta/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A that which stands under, support, prop, Plu.Cor.24; stand of a bowl, etc., Paus.10.26.9.    II one that gives substance, creator, Procl.Theol.Plat.3.7, Inst.53, Simp. in Ph.1327.5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, τὸ ὑποκάτω ἱστάμενον, στήριγμα, ἔρεισμα, Λατ. furca, «ὃ γὰρ οἱ Ἕλληνες ὑποστάτην καὶ στήριγμα, τοῦτο οἱ Ρωμαῖοι φοῦρκαν ὀνομάζουσι» Πλουτ. Κοριολ. 24· βάσις ἐφ’ ἧς ἵσταται κρατήρ, κλπ., Παυσ. 10. 26, 9· πρβλ. ὑποκρητηρίδιον, ὑποστατός. ΙΙ. ὁ παρέχων ὑπόστασιν, δημιουργός, Πρόκλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ θηλ. ὑποστάτις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. 818C.