ἀνθέρικος
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
English (LSJ)
ὁ,
A flowering stem of asphodel, Thphr.HP7.13.2, cf. Hp. Coac.491, Hellanic.67 J., Longus1.10; and so prob. ἐξ ἀνθερίκων in Hdt.4.190, which others refer to ἀνθέριξ. 2 flower-head of asphodel, Dsc.2.169. 3 the plant itself, asphodel, Cratin.325, Eup. 14.5. II = ἀνθέριξ 1, Sch.Arat.1060.
German (Pape)
[Seite 231] ὁ, dasselbe, Theophr., bei dem es auch ein Zwiebelgewächs ist; neben μαλάχη Plut. S. S. conv. 14; Eupol. bei Plut. Symp. 4, 1; der Stengel, bes. des Asphodelos, Nic. Th. 585; Arat. 1060.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθέρικος: ὁ, ἡ καλάμη τοῦ ἀσφοδέλου, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 13, 2, πρβλ. Ἑλλάνικ. 93 (ἐν Ἱστορικ. Ἀποσπ. Μυλλέρου)· καὶ οὕτω πιθαν. ἐξ ἀνθερίκων ἐν Ἡροδ. 4. 190, ὅπερ ἄλλοι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ ἀνθέριξ. 2) τὀ ἄνθος τοῦ ἀσφοδέλου, Διοσκ. 2. 199. 3) αὐτὸ τὸ φυτὸν ὁ ἀσφόδελος, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 135, Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶ» 1, 5. ΙΙ. τὸ ἄνθος τῆς σκίλλης, αὕτως δ’ ἀνθέρικος τριχθὰ σκίλλης ὑπερανθεῖ, «ἀνθέρικον νῦν εἴρηκε τὸ ἄνθος τῆς σκίλλης· κυρίως γὰρ τὸ ἄκρον τῶν ἀσταχύων» (Σχόλ.) Ἄρατ. 1060.