ἐνετή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, (ἐνετός)
A = περόνη, pin, brooch, Il.14.180, Call.Fr.149, Mus.Belg.16.71 (Attica, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 839] ἡ, (das Eingesteckte), die Nadel, Spange; Il. 14, 180; Callim. tr. 149. Vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 313.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνετή: ἡ, (ἐνετός) = περόνη, «καρφίτσα», χρυσείῃς δ’ ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Ἰλ. Ξ. 180, Καλλ. Ἀποσπ. 149. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν: «ἐνέτῃσι· περόναις, ἀπὸ τοῦ ἐνίεσθαι, ἢ πόρπαις».