στύπος

From LSJ
Revision as of 11:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύπος Medium diacritics: στύπος Low diacritics: στύπος Capitals: ΣΤΥΠΟΣ
Transliteration A: stýpos Transliteration B: stypos Transliteration C: stypos Beta Code: stu/pos

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό,

   A stem, stump, block, στιβαρὸν σ. ἀμπέλου A.R.1.1117; pl., Plb.1.48.9, 21.27.4; also = κύτος, σ. ὅλμου Nic.Th.951, Al.70.
στύπος,=

   A στύππη, κάλοι ἀπὸ στύπου Gal.19.126.

German (Pape)

[Seite 959] εος, τό, Stock, Stange, Stengel, Stiel, stipes, Schol. Ap. Rh. 1, 1117; στύπη δρύϊνα, Pol. 22, 16, 4; Nic. Ther. 952; Al. 70, ὅλμου στύπος = κύτος.

Greek (Liddell-Scott)

στύπος: [ῠ], -εος, τό, στέλεχος, κορμός, πρέμνον, Λατ. stipes, στιβαρὸν στ. ἀμπέλου Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1117· δρύϊνον Πολύβ. 22. 10, 4. - ὡσαύτως = κύτος· ὅλμου στ. Νικ. Θηρ. 952, Ἀλεξιφ. 70, Ἡσύχ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥΠ, πρβλ. Σανσκρ. stûp-as (camulus)· Λατ. stip-a, stup-eo, stip-es· πιθανῶς συγγεν. τῇ √ΣΤΥΦ, ἴδε ἐν λ. στυφελός).