ἐμπορικός

From LSJ
Revision as of 11:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπορικός Medium diacritics: ἐμπορικός Low diacritics: εμπορικός Capitals: ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: emporikós Transliteration B: emporikos Transliteration C: emporikos Beta Code: e)mporiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for commerce, mercantile, οἶκος Stesich. 80; ἐ. τέχνη or . alone, = ἐμπορία 1.1, Pl.Euthphr.14e, Sph.223d, al.; ἐ., τά, Id.Lg.842d; ἐ. δίκαι Arist.Ath.59.5, D.7.12; κατὰ τοὺς ἐ. νόμους Id.35.3: ἐ. συμβολαῖα ib.47; τὰ ἐ. Χρήματα money to be used in trade, ib.49; ἡ μνᾶ ἡ ἐ. the mina of commerce, IG22.1013.34 (ii B. C.); ἐμπορικόν, τό, the class of merchant-seamen, Arist.Pol.1291b24; with an aptitude for trade, παῖς Lib.Decl.33.7: Comp. -ώτερος Ptol.Tetr.66: -κοί, οἱ, camp-traders, sutlers, Arr.Tact.2.1.    2 imported, foreign, ἐ. χρήματα διεμπολᾶν Ar.Ach.974; φόρτος Plu. Lyc.9.    3 διήγημα ἐ. a traveller's tale, i. e. a romance, Plb.4.39.11.    II Adv. -κῶς in mercantile fashion, Str.8.6.16.

German (Pape)

[Seite 816] ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch; χρήματα, Güter, die man aus dem Auslande durch Handel bezieht, Ar. Ach. 972; übh. Kaufmannsgüter, Waaren (wie φόρτος, Plut. Lyc. 9 u. a. Sp.); τέχνη Plat. Euthyphr. 14 e, τὰ ναυκληρικὰ καὶ ἐμπορικά Legg. VIII, 842 d; δίκαι Dem. 33, 2, Processe vor dem Handelsgericht, die schneller abgemacht wurden; νόμοι 35, 3; ἐργασίαι, kaufmännische Geschäfte, D. Sic. 11, 56; τάλαντον, μνᾶ, das Handelstalent, die im Handel übliche Mine (sie verhielten sich zur solonischen Münze wie 138 zu 100, vgl. Böckh Staatshh. II S. 349 ff.), Inscr.; – διήγημα, Kaufmannsnachricht, d. i. unzuverlässige, Pol. 4, 39, 11. – Adv. ἐμπορικῶς, kaufmännisch, Strab. VIII p. 376.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἐμπόριον, ὡς καὶ νῦν, οἶκος Στησίχ. 78˙ ἐμπ. τέχνη ἢ ἐμπορικὴ μόνον = ἐμπορία, Πλάτ. Εὐθύφρων 14Ε, Σοφ. 223D, κ. ἀλλ.˙ οὕτω, τὰ ἐμπορικὰ ὁ αὐτ. Νόμ. 842D· ἐμπ. δίκαι (πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5), Δημ. 79. 23, Ἀριστ. Πολ. Ἀθην. σ. 87. 8 (ἔκδ. Blass)˙ κατὰ τοὺς ἐμπ. νόμους Δημ. 924. 11˙ ἐμπ. συμβόλαια ὁ αὐτ. 940. 6˙ τὰ ἐμπ. χρήματα, χρήματα πρὸς ἐμπορίαν, αὐτόθι 20, ἴδε κατωτ. 2˙ ἡ μνᾶ ἡ ἐμπ., ἡ ἐν τῷ ἐμπορίῳ συνήθης μνᾶ (ἥτις κατὰ τὸν ὑπολογισμὸν τοῦ Böckh ἔχει λόγον πρὸς τὴν κοινὴν μνᾶν ὡς τὸ 69 πρὸς τὸ 50), Συλλ. Ἐπιγρ. 123, ἴδε σ. 168, §4˙ ἐμπορικόν, τό, ἡ τάξις τῶν θαλασσινῶν ἐμπόρων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21. 2) ὁ εἰσαγόμενος ἔξωθεν, ξένος, ἐμπ. χρήματα διεμπολᾶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 974˙ φόρτος Πλουτ. Λυκοῦργ. 9. 3) ἐμπορικὰ διηγήματα, διηγήματα ταξειδιωτῶν, Πολύβ. 4. 39, 11. ΙΙ. ἐπίρρ. ἐμπορικῶς, Στράβ. 376.