δωρολήπτης
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A greedy of gain, LXX Pr.15.27.
German (Pape)
[Seite 695] ὁ, der Geschenke annimmt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δωρολήπτης: -ου, ὁ, δῶρα λαμβάνων, Ἑβδ. (Παροιμ. ιε΄, 27), Ἐκκλ.