ἀποβατικός
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for an ἀποβάτης, ἀγών IG9(2).527,531 (Larissa). Adv. -κῶς EM124.31.
German (Pape)
[Seite 297] dazu gehörig, ἀγών, τροχοί, οἱ ἀπὸ τούτου τοῦ ἀγωνίσματος, B. A. 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀποβάτην ἢ κατάλληλος δι’ αὐτόν, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μ., «ἀποβατικοὶ τροχοὶ» Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἀποβάτης.